- βλησίδι
- το1. δώρο που προσφέρεται στη νύφη κατά το γάμο: Το βλησίδι της πεθεράς της ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια.2. κρυμμένος θησαυρός που ανακαλύπτεται, πλούτος, αφθονία: Έκαμε βλησίδι λάδι φέτος.3. το τάμα: Βλησίδια σκέπαζαν το εικόνισμα της Παναγίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.