βλησίδι

βλησίδι
το
1. δώρο που προσφέρεται στη νύφη κατά το γάμο: Το βλησίδι της πεθεράς της ήταν ένα ζευγάρι σκουλαρίκια.
2. κρυμμένος θησαυρός που ανακαλύπτεται, πλούτος, αφθονία: Έκαμε βλησίδι λάδι φέτος.
3. το τάμα: Βλησίδια σκέπαζαν το εικόνισμα της Παναγίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βλησίδι — και βλυσίδι, το 1. θησαυρός που βρέθηκε χωμένος 2. αφθονία αγαθών, πλούτος 3. χρυσό νόμισμα, κόσμημα ή πολύτιμο αφιέρωμα 4. χρηματικό κεφάλαιο που μπαίνει σε επιχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλησίδι < μσν. βλησίδιον, υποκορ. του βλήσις («αφιέρωμα») <… …   Dictionary of Greek

  • βλυσίδι — το βλ. βλησίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”